- καταναλώσας
- κατανᾱλώσᾱς , καταναλίσκωuse upaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επτακαιδεκαετής — ἑπτακαιδεκαετής, ές (Α) αυτός που αποτελείται από δεκαεπτά έτη («χρόνον ἑπτακαιδεκαετῆ καταναλώσας», Διόδ.) … Dictionary of Greek